- εὐτιμώρητος
- εὐτῑμώρητος, ον,A easily punished, Ptol.Tetr.157.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτιμώρητος — εὐτιμώρητος, ον (Α) αυτός που τιμωρείται εύκολα … Dictionary of Greek